ἔφιππος

ἔφιππος
ἔφιππος, ον (s. ἵππος; Soph. et al.; PLond 1912, 44; 4 Macc 11:8 ἔ. ἐν λευκῇ ἐσθῆτι; 12:35 τὶς … ἔ. ἀνήρ; 4 Macc 4:10 ἔ. … ἄγγελοι; pap) pert. to being on a horse, mounted, on horseback; subst. rider Rv 19:14 v.l.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἔφιππος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔφιππος — on horseback masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έφιππος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ολύνθιος ιστοριογράφος (4ος αι. π.Χ.). Ακολούθησε τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του εναντίον των Περσών. Ο Αρριανός αναφέρει ότι o Αλέξανδρος όρισε τον Έ. και τον Αισχύλο τον Ρόδιο επισκόπους, δηλαδή επόπτες των… …   Dictionary of Greek

  • Ἒφιππος καὶ πεζός, ἄφαντος συνοδία. — ἒφιππος καὶ πεζός, ἄφαντος συνοδία. См. Пеший конному не товарищ …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • έφιππος — η, ο αυτός που ιππεύει, που είναι καβάλα σε ζώο, ο καβαλάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔφιππον — ἔφιππος on horseback masc/fem acc sg ἔφιππος on horseback neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐφίπποις — Ἔφιππος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφίπποις — ἔφιππος on horseback masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐφίππου — Ἔφιππος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφίππου — ἔφιππος on horseback masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐφίππους — Ἔφιππος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”